πράττεται

πράττεται
πρά̱ττεται , πράσσω
pass through
pres ind mp 3rd sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εύπρακτος — εὔπρακτος και ιων. τ. εὔπρηκτος, ον (Α) 1. αυτός που πράττεται εύκολα 2. ευπραγής, ευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρακτος (< πράσσω), πρβλ. ά πρακτος] …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • προηγουμένως — ΝΜΑ επίρρ. πρωτύτερα, πιο πριν («τὸν συνάντησα προηγουμένως στον δρόμο») αρχ. 1. απευθείας, άμεσα («ἀποκαίει... τὸ ψῡχος, οὐ προηγουμένως, ἀλλὰ κατὰ τὸ συμβεβηκός», Θεόφρ.) 2. κατ αρχήν, για πρώτη φορά («γεγόναμεν ὑπὸ τοῡ θεοῡ προηγουμένως»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”